ἐπιστάμενον

ἐπιστάμενον
ἐφίστημι
set
pres part mp masc acc sg (ionic)
ἐφίστημι
set
pres part mp neut nom/voc/acc sg (ionic)
ἐφίστημι
set
aor part mid masc acc sg
ἐφίστημι
set
aor part mid neut nom/voc/acc sg
ἐπίσταμαι
know
pres part mp masc acc sg
ἐπίσταμαι
know
pres part mp neut nom/voc/acc sg
ἐπιστά̱μενον , ἐπιστάζω
let fall in drops upon
fut part mid masc acc sg (doric aeolic)
ἐπιστά̱μενον , ἐπιστάζω
let fall in drops upon
fut part mid neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εφίστημι — (ΑΜ ἐφίστημι, Α ιων. τ. ἐπίστημι) διορίζω, τοποθετώ νεοελλ. 1. (αόρ.) επέστην πλησίασα, έφθασα («επέστη η ώρα τής εκδικήσεως») 2. φρ. «εφιστώ την προσοχή κάποιου» σταματώ ή κατευθύνω την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν κάνω να προσέξει μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κυβερνητικός — ή, ό (AM κυβερνητικός, ή, όν) [κυβερνώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυβέρνηση, στη διοίκηση ανθρώπων ή πολιτείας 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διακυβέρνηση πλοίου («ναυτικὸν μὲν καλοῡντας και κυβερνητικὸν και ἐπιστάμενον τὰ κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • φθονερός — ή, ό / φθονερός, ά, όν, ΝΜΑ, και φτονερός, ή, ό, Ν (για πρόσ.) αυτός που φθονεί, αυτός που κατέχεται από φθόνο νεοελλ. αυτός που προέρχεται από φθόνο ή φανερώνει φθόνο («φθονερά λόγια») μσν. αρχ. (για αισθήματα) δυσμενής αρχ. 1. χαρακτηρισμός τών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”